ἐπανορθωτικός — corrective masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανορθωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συντελεί στην επανόρθωση, που γίνεται γι αυτή, που μπορεί να επανορθώσει κάτι, διορθωτικός: Επανορθωτικές φυλακές. 2. (ναυτ.), το ουδ. ως ουσ., επανορθωτικό σήμα για επανόρθωση της τάξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπανορθωτικά — ἐπανορθωτικός corrective neut nom/voc/acc pl ἐπανορθωτικά̱ , ἐπανορθωτικός corrective fem nom/voc/acc dual ἐπανορθωτικά̱ , ἐπανορθωτικός corrective fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτικόν — ἐπανορθωτικός corrective masc acc sg ἐπανορθωτικός corrective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτικοῖς — ἐπανορθωτικός corrective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτικοί — ἐπανορθωτικός corrective masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτικοῦ — ἐπανορθωτικός corrective masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτικῆς — ἐπανορθωτικός corrective fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτικῇ — ἐπανορθωτικός corrective fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτική — ἐπανορθωτικός corrective fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)